- μυρμηκόβιος
- -α, -ο (Μ μυρμηκόβιος, -ον)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών τής Αυστραλίας που ανήκουν στην οικογένεια δασυουρίδες ή μυρμηκοβιίδες και τρέφονται με τερμίτες αλλ. ραβδωτός μυρμηκοφάγοςμσν.1. αυτός, που ζει σαν το μυρμήγκι, δηλ. που συντηρείται με λίγα ανεπαρκή μέσα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρμηκόβιονανεπάρκεια, ευτέλεια τών μέσων τής ζωῆς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος + βίος].
Dictionary of Greek. 2013.